- εβενουργία
- εβενουργική η ремесло столяра-краснодеревщика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εβενουργική — και εβενουργία, η η τέχνη τής κατεργασίας τού εβένου … Dictionary of Greek
βαλάτα — (balata). Γένος φυτών της οικογένειας των σαπωτοειδών. Είναι δέντρα και θάμνοι και διακρίνονται για το γαλακτερό χυμό που περιέχεται σε όλα τα μέρη τους. Ο καρπός της β. είναι εδώδιμος. Υπάρχουν 30 είδη του φυτού αυτού, με κυριότερο τη β. τη… … Dictionary of Greek